- τσαμπουνίζω
- τσαμπούνισα, τσαμπουνώ (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσαμπουνίζω — Ν [τσαμπούνα] τσαμπουνώ … Dictionary of Greek
τσαμπουνώ — Ν 1. παίζω την τσαμπούνα 2. μτφ. α) κλαψουρίζω β) μωρολογώ, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τσαμπουνίζω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω)] … Dictionary of Greek
τσαμπούνισμα — το, Ν [τσαμπουνίζω] τσαμπούνημα … Dictionary of Greek